- κυκλιοδιδάσκαλος
- κυκλιοδιδάσκαλοςteacher of the cyclic chorusmasc nom sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
κυκλιοδιδάσκαλος — κυκλιοδιδάσκαλος, ὁ (Α) ο δάσκαλος τού κύκλιου χορού. [ΕΤΥΜΟΛ. < κύκλιος + διδάσκαλος] … Dictionary of Greek
κυκλιοδιδάσκαλον — κυκλιοδιδάσκαλος teacher of the cyclic chorus masc acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δάσκαλος — και διδάσκαλος, ο (θηλ. δασκάλα και δασκάλισσα και διδασκάλισσα, η) (AM διδάσκαλος, ο, η) 1. όποιος έχει ως επάγγελμα να διδάσκει άλλους, κυρίως τις πρώτες, απαραίτητες γνώσεις 2. αυτός που διδάσκει και προκαλεί αλλαγές («ο πόλεμος... βίαιος… … Dictionary of Greek